- επιγραμματικός
- -ή, -ό [επιγραμματίζω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα («επιγραμματική ποίηση»)2. αυτός που διατυπώνεται ως επίγραμμα, σύντομα και εύστοχα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιγραμματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα: Επιγραμματική ποίηση. 2. που έχει χαρακτήρα επιγράμματος, ο περιεκτικός και σύντομος, που χαρακτηρίζει κάτι λακωνικά και εύστοχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμόσοφος — η, ο (Α θυμόσοφος, ον) αυτός που έχει έμφυτη και κατ έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις … Dictionary of Greek
τηλεγραφικός — ή, ό, Ν 1. τηλεπ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεγραφία και στον τηλεγραφητή (α. «τηλεγραφική επικοινωνία» β. «τηλεγραφικό σήμα») 2. μτφ. πολύ σύντομος, επιγραμματικός, λακωνικός («τηλεγραφική διατύπωση») 3. φρ. α) «τηλεγραφική γραμμή»… … Dictionary of Greek
Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… … Dictionary of Greek